Ι. Εισαγωγικά περί του χωριού
Το παλιό χωριό ήταν μάλλον στην περιοχή της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου, όπου σήμερα το κοιμητήριο του χωριού, και ονομαζόταν Γκιόρδενα, ή Γκιόρντανα, και Γκιόρδενο, ή Γκόρδενο. Ήταν χριστιανικό, αποκλειστικώς, χωριό, και υπήγετο δε διοικητικώς στον καζά Θεσσαλονίκης, μετά δε την Απελευθέρωση στην Υποδιοίκηση Θεσσαλονίκης. Το παλαιό όνομα του χωριού συναντάται και ως Κόριτεν, ή Γκιόρντινο, Kjorzine ( σε αυστριακό, στρατιωτικό, χάρτη, του δ΄ τετάρτου του 19ου αι., Φ.Χ. Vodena), Γκιόρδινον (στον χάρτη του Κοντογόνη, των αρχών του 20ου αι., Φ.Χ. Βοδενά), Gördine, Koritin, Κουρίταινα, Γκόρδινη, Γιάρδενα, Γιόρδινον (και Γκόρδινον), Γιόρθινον (υπαγόμενο στην κοινότητα Βερλάντζης, βάσει του βασιλικού διατάγματος της 28.6.1918 [ΦΕΚ 152/2.7.1918]). Το χωριό, κατά την Τουρκοκρατία, ήταν τσιφλίκι, άγνωστο από πότε. Το χωριό ανήκει σήμερα (και μάλλον και από παλαιά) Εκκλησιαστικώς, και προ των περιπετειών στις οποίες ενέπλεξε τους τοπικούς πληθυσμούς το Σχίσμα της Βουλγαρικής Εξαρχίας, το χωριό υπήγετο στην δικαιοδοσία του Επισκόπου Πολυανής και Κιλκισίου, στην οποίαν (μητρόπολη, πλέον) ανήκει και σήμερα, και στην Αρχιερατική Περιφέρεια του Αγίου Αθανασίου.
Πληροφορίες για την κατάσταση και τον πληθυσμό του χωριού, πρίν από την έλευση και την εγκατάσταση των προσφύγων, έχουμε τις εξής (με τις επιφύλαξη, πώς όσες πληροφορίες προέρχονται από βουλγαρικής πλευράς ενδέχεται να μην είναι ακριβείς): Στα 1862 είναι τσιφλίκι και διαθέτει 28 χριστιανικά σπίτια (χανέδες). Στα 1900 στο χωριό ζούν 370 χριστιανοί, εξαρχικοί. Στα 1905 ο πληθυσμός φέρεται ως ανερχόμενος σε 568 ψυχές, αριθμός μάλλον υπερβολικός. Την ίδια χρονιά φαίνεται πώς λειτουργούσε στο χωριό βουλγαρικό σχολείο, με ένα δάσκαλο, και με 28 μαθητές. Επειδή ο αριθμός των μαθητών του βουλγαρικού σχολείου είναι μικρός ως προς τον γενικό πληθυσμό ενδέχεται να λειτουργούσε στο χωριό ταυτόχρονα και ελληνικό σχολείο με μεγαλύτερο αριθμό μαθητών. Στα 1910 ο αναφερόμενος αριθμός των κατοίκων πέφτει στο μισό: 260 σχισματικοί βουλγαρίζοντες. Η αλήθεια είναι κάπου ανάμεσα, διότι στα 1913, ένα χρόνο μετά την Απελευθέρωση, απογράφονται 379 σλαυόφωνοι κάτοικοι (184 άρρενες και 195 θήλεις). Πάντως προ της Απελευθερώσεως, στα 1912, το χωριό είναι ακόμη ιδιωτικό τσιφλίκι, εκτάσεως 17.020 στρεμμάτων, με 42 οικοδομές, αξίας 400.000 γροσίων.
Μετά τους βαλκανικούς πολέμους η σύνθεση του πληθυσμού αρχίζει να αλλάζει, καθώς οι περισσότεροι παλαιοί κάτοικοι εγκατέλειψαν τον οικισμό και η ελληνική διοίκηση έφερε εδώ χριστιανούς πρόσφυγες. Ήδη στα 1915 αναφέρεται η εγκατάσταση στο χωριό 26 προσφυγικών οικογενειών (36 ψυχές). Στο χωριό υπάρχουν ακόμη τότε 50 οικογένειες των παλαιών κατοίκων. Υπάρχουν, επίσης και 4 σπίτια μουσουλμάνων Τσιγγάνων. Άρα ο σύνολο των κατοίκων τότε στα 1915 ίσως να ήταν γύρω στους 400. Στα 1920 το σύνολο των κατοίκων απογράφεται σε μόλις 141 άτομα (87 άρρενες, 54 θήλεις). Προφανώς, η συντριπτική πλειοψηφία των σλαυοφώνων βουλγαριζόντων ανεχώρησαν κατόπιν της Συνθήκης του Νεϊγύ (1919), στην οποία υπήρχε επί μέρους, ειδική, Συνθήκη μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας περί εθελουσίας αμοιβαίας μετανάστευσης των εκατέρωθεν μειονοτήτων βάσει της οποίας και ακολούθησε εθελουσία ανταλλαγή πληθυσμών. Όταν αφίχθη πλέον η κύρια μάζα των προσφύγων στο χωριό, οι τελευταίοι βρήκαν εδώ μόνον 2-3 ιθαγενείς οικογένειες, σλαυοφώνων.
Στις αρχές του 1925, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν εδώ 5 ελληνόφωνες προσφυγικές οικογένειες (29 άτομα) από το χωριό Αλεπλή της Αδριανούπολης (οικογένειες: Δαραμήλα, Μπίνα, Δημητρόπουλου). Στα μέσα του 1925 ήρθαν από τη Θεσσαλία οι σαρακατσάνικες οικογένειες των Μπαλλαίων και αγόρασαν μεγάλες αγροτικές εκτάσεις του Φλούλη, ως βοσκοτόπια για τα πρόβατά τους. Εκεί και εγκαταστάθηκαν ιδρύοντας τον οικισμό «Μπαλαίϊκα» στα Ν-ΝΔ του Ξηροχωρίου, σε απόσταση 1300 περίπου μέτρων. Λίγους μήνες αργότερα και άλλες σαρακατσάνικες οικογένειες από τη Μακεδονία την φορά αυτήν (Κανταίοι, Μπικαίοι, Μπουταίοι και Φλωραίοι) εγκαταστάθηκαν σε αυτό αγοράζοντας και τα υπόλοιπα κτήματα του Φλούλη και συστήνοντας έναν δεύτερο, διακριτό, συνοικισμό Σαρακατσαναίων, ο οποίος εφάπτεται σχεδόν του χωριού από τα δυτικά. Στο Ξηροχώρι εγκαταστάθηκαν, τον Αύγουστο του 1926, πενήντα (50) προσφυγικές οικογένειες (172 άτομα) από από την κωμόπολη Μισθί, ή Μιστί, της Καππαδοκίας, οικισμό πλησίον του Ικονίου, και νότια της Καισάρειας, κατά βάσιν τουρκόφωνοι. Σχεδόν ταυτόχρονα με τους Μιστιώτες, εγκαταστάθηκαν σε αυτό και τέσσερις με πέντε οικογένειες από το Κιουμπέτ του Καυκάσου που μίλαγαν ποντιακά. (Το Μιστί ανήκε σε μια από τις δυο μεγάλες περιφέρειες της Καππαδοκίας, στην περιφέρεια της Νίγδης. Η άλλη περιφέρεια ήταν της Καισαρείας. Υπολογίζεται ότι το Μιστί ήταν χωριό με πάνω από 3036 κατοίκους. Από το Μιστί δημιουργήθηκαν αλλά δυο χωριά: τα Δήλα, που διοικητικά ανήκαν στην περιφέρεια της Νεαπόλεως, και το Τσαρικλί, που ανήκε στην περιφέρεια της Νίγδης. Στην κωμόπολη σώζονται και μέχρι σήμερα ερειπωμένες οι εκκλησίες του Αγίου Βασιλείου (ανεγέρθη το 1844) και του Προφήτη Ηλία. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι κάτοικοι του Μιστιού διασκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν, εκτός από το Ξηροχώρι Θεσσαλονίκης, στο Νέο Αγιονέρι του Κιλκίς, στην Πλαγιά του Κιλκίς, στην Αγία Παρασκευή, στις Μουριές και στους Αποστόλους του Κιλκίς, στη Μάνδρα, ή Μάνδρες (Θωμαή) Λαρίσης και στην Αμυγδαλέα Λαρίσης, στο Βόλο, στην Αλεξανδρούπολη, στην Αισύμη της Αλεξανδρούπολης, στο Νεοχώρι του Έβρου, στην Ξάνθη, στο Κοκκινόχωμα και στον Διπόταμο Καβάλας, στα Κομνηνά της Κοζάνης, στην Κόνιτσα και αλλού).
Λόγω της θέας του, θεωρήθηκε καλό από τους Μιστιώτες να μετωνομάσουν το χωριό σε Καλλιθέα, μία από τις δεκάδες Καλλιθέες, που διαθέτει η Ελλάδα, αλλά, επειδή η ξηρασία ταλαιπωρούσε τους κατοίκους, μετά από πρόταση του Κυριακίδη Κώστα, αποφάσισαν να το ονομάσουν: Ξηροχώρι. Μετονομάστηκε πρώτα σε Ξηροχώρι και στη συνέχεια σε Ξηροχώριον. «Ο συνοικισμός Γιόρδινον της κοινότητος Βυρλάντζης, μετονομάζεται εις Ξηροχώρι (Υποδιοίκησις Θεσσαλονίκης)» (Διάταγμα της 28.12.1926 [ΦΕΚ 7/14.1.1927]). Η κοινότητα Βερλάντζης του Κιλκίς, στην οποίαν υπήγετο διοικητικλά το Ξηροχώρι μετωνομάστηκε και αυτή σε κοινότητα Αγιονερίου.
Το 1928 ζούσαν στο χωριό εν συνόλω γύρω στα 450 άτομα, για την ακρίβεια 479 (252 άρρενες και 227 θήλεις). Από αυτούς, βάσει της Απογραφής του 1928, οι 276 ήσαν δημότες παρόντες στην κοινότητα, ενώ οι 203 ήσαν δημότες άλλων δήμων. Από τους 276, πάλι οι 174, ήσαν οι εκ Μικράς Ασίας πρόσφυγες (96 άρρενες και 78 θήλεις). Κατά μία άλλη πηγή, ωστόσο, την χρονιά αυτή (1928) στο χωριό ζούσαν εν συνόλω 63 προσφυγικές οικογένειες (243 άτομα). Πέραν των προσφύγων θα πρέπει να προσμετρηθούν και οι σαρακατσάνικες οικογένειες και ίσως αυτοί ήσαν οι αναφερόμενοι ως «δημότες άλλων δήμων» 203 ψυχές. Κατά την Απογραφή του 1940, στο Ξηροχώριον, κοινότητος Αγιονερίου, επαρχίας Κιλκίς, ζεί πραγματικός πληθυσμός 570 κατοίκων – 289 άρρενες και 281 θήλεις. Στις μεταπολεμικές απογραφές ο πληθυσμός κυμαίνεται ως εξής: στα 1951: 716, στα 1961: 169, στα 1971: 143, στα 1981: 620, στα 1991: 827.
ΙΙ. Ο ναός του Αγίου Δημητρίου
Ο ναός με το περιβάλλον κοιμητήριο του Ξηροχωρίου, βρίσκεται στα βόρεια-βορειοδυτικά του χωριού και απέχει μόλις 345 μ., σε ευθεία γραμμή, από τον κεντρικό δρόμο, που συνδέει τον κυρίως οικισμό του Ξηροχωρίου από τον δυτικώς αυτού κείμενον συνοικισμό των Σαρακατσαναίων. Επειδή: (α) η αφιέρωση του ναού στον Άγιο Δημήτριο είναι ασυνήθιστη για ναό κοιμητηρίου και (β) επειδή και το μέγεθός του ταιριάζει περισσότερο σε ενοριακό ναό και όχι σε ναό κοιμητηρίου, είναι βέβαιο πώς το παλαιό χωριό του Γκιόρδινου, ή Κουρίταινας, θα ανεπτύσσετο, έως και τον 19ο αι. αιώνα, τουλάχιστον, πέριξ του ναού του Αγίου Δημητρίου, μεταξύ των 2-3 λάκκων, που υπάρχουν εκεί.
Πρόκειται περί τρικλίτου ξυλοστέγου μεταβυζαντινής βασιλικής του 19ου αι. (1842) με δίρρυτη στέγη, η οποία εμφανίζει αποτμήσεις στο ανατολικό και δυτικό αέτωμα, δύο εισόδους: δυτική και νότια, στενό γυναικωνίτη με υπερώο στα δυτικά, ξύλινο με γραπτή διακόσμηση τέμπλο του 1886 και εικόνες τέμπλου και Αποστολικών δύο τουλάχιστον ζωγράφων, ή μάλλον ζωγραφικών εργαστηρίων, του 1885-1887. Στο εσωτερικό, δεν είναι ορατός ο σκελετός της στέγης, η εποροφία, δηλαδή, αφού τα πλάγια κλίτη νταβανιάζονται με οριζόντιο νταβάνι από δοκίδες, ενώ το κεντρικό με σκαφοειδή θόλο από ξύλινες επίσης δοκίδες. Ο ναός, από παλαιά ενεφάνισε πρόβλημα στατικό, όσον αφορά την βόρεια πλευρά του, η οποία φαίνεται να διολισθαίνει. Αυτό δείχνουν και οι κάθετες ρωγμές στα βόρεια μισά των ανατολικού και δυτικού τοίχου, εξωτερικώς. Προς ενίσχυση της στατικότητος αυτής της πλευράς εφράγησαν, άγνωστο πότε, όλα τα παράθυρα του βορείου τοίχου. Επί πλέον έκλεισαν και κάποια (2-3) παράθυρα στο νότιο τοίχο. (Παρεμπιπτόντως όλα τα παράθυρα του ναού είναι σύγχρονα με την φάση του 1842 και όχι μεταγενέστερα. Μεταγενέστερα είναι τα φέρ φορζέ πλαίσια). Σε μεταγενέστερο χρόνο, πιθανότατα κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1980, οι ενορίτες έκτισαν δύο ογκώδεις τσιμεντένιες αντηρίδες, προς αντιστήριξη της βορείου πλευράς, μία που αγκαλιάζει την ΒΑ γωνία και μία άλλη, που αγκαλιάζει την ΒΔ γωνία. Περιμετρικώς ο ναός και στις τέσσερεις πλευρές του είναι «δεμένος» με σιδερένιες ράγες, ψηλά, λίγο κάτω από τα γείσα των μακρών πλευρών, μια επέμβαση που θα πρέπει να έλαβε χώρα, κατά την δεκαετία του 1980, επίσης, και ίσως ταυτόχρονα με την επέμβαση των τσιμεντένιων αντηρίδων, προκειμένου να διασώσει τον ναό – και πράγματι τον διέσωσε. Επί πλέον τσιμεντένιο θρανίο προσκολλήθηκε κατά μήκος της νοτίου πλευράς και στο νότιο ήμισυ της δυτικής. Το έδαφος πέριξ του ναού έχει επιστρωθεί με τσιμέντο, χάριν ίσως καταπολεμήσεως της ανερχόμενης υγρασίας. Και οι τελευταίες αυτές επεμβάσεις θα πρέπει να αναχθούν στην δεκαετία του 1980. Όλος ο ναός είναι γενικώς μπλαστρωμένος με νεώτερο επίχρισμα (σουβάτισμα).
Το κωδωνοστάσιο, ανεξάρτητο, στα ΝΔ του ναού, ορθογωνικής κατόψεως, είναι σύγχρονο, χτισμένο με βιομηχανικά τούβλα.




Το κατώφλι της νοτίας εισόδου είναι πολύ χαμηλότερο από την εξωτερική επιφάνεια του εδάφους (περίπου -40, ή -50 εκ.). Η θύρα της είναι νεώτερη λαμαρινένια, όπως και η αντίστοιχη δυτική, αντί της αρχικής ξυλίνης, και έχει τοποθετηθεί βαθύτερα προς το εσωτερικό από την θέση, όπου θα είχε συναρμοσθεί αρχικώς η ξύλινη θύρα πίσω από το περιθύρωμα. Το περιθύρωμά της αυτό έχει τοξωτό υπέρθυρο και εν γένει βρίσκεται εν υποχωρήσει ως προς την περασιά της νότιας παρειάς. Το περιθύρωμα είναι σήμερα μπλαστρωμένο με κονίαμα και επιχρίσματα, αλλά ενδεχομένως κάτω από αυτά να υπάρχει κάποιο λίθινο, ή και λιθανάγλυφο, με τυχόν επιγραφή. Και η δυτική πύλη εισόδου φέρει περιθύρωμα με τοξωτή απόληξη και τυφλό ημικυκλικό αψίδωμα πάνω από το υπέρθυρο. Επειδή το νεώτερο επίχρισμα, πάνω στην αριστερή τριγωνική επιφάνεια του μετώπου τόξου του υπερθύρου της δυτικής εισόδου, είχε ρηγματωθεί, το αφαιρέσαμε εύκολα με το χέρι: αποκαλύφθηκε πώς το τοξωτό υπέρθυρο είναι από πωρόλιθο, μάλλον μονολιθικό και φέρει λιθανάγλυφα. Τα λιθανάγλυφα συνίστανται από κυματοειδή βλαστό, ο οποίος εκκινεί από το άνω σκέλος περιγραμματικού σταυρού ελληνικού τύπου. Πάνω από το δεξιό σκέλος του σταυρού αυτού σκαλίζεται στον πωρόλιθο περιγραμματικώς εν πολλοίς το έτος: 1842, και πιο πάνω από αυτό χαράσσεται με μικρότερη στοιχεία το ίδιο μάλλον έτος. Στα ανατολικά εξέχει μόνον η κεντρική κόγχη, η οποία είναι ευμεγέθης. Το μονόλοβο παράθυρο στο κέντρο της κόγχης έχει φραγεί. Σε πωρολίθι, εντοιχισμένο πάνω από το παράθυρο, έχει λαξευθεί ρηχό, τοξωτό, τυφλό κογχάριο, εντός του οποίου σε πρόστυπο ανάγλυφο υπάρχει σταυρός με διχαλωτές απολήξεις στα άκρα των κεραιών και ορθογώνια βάση επί της οποίας χαράσσεται το έτος: 184.. (η μονάδα είναι δυσδιάκριτη, λόγω της επίχρισης, αλλά λογικώς θα είναι το 2).
Μπροστά από το νότιο μισό του ανατολικού τοίχου βρίσκεται ο τάφος του ιερέως π. Αθανασίου Σιδηροπούλου, που απεβίωσε την 1-9-1937, ετών 79.
Στο εσωτερικό, το ισόγειο του γυναικωνίτη είναι κατά μία βαθμίδα υπερυψωμένο από τον κυρίως ναό. Λείπουν, αφού αφαιρέθηκαν σε παλαιότερη εποχή, ίσως προ του πολέμου, τα ξύλινα βελέσια (δρύφρακτα) του γυναικωνίτη στο ισόγειο. Τα παλαιά στασίδια του ναού αλλάχθηκαν κατά την δεκαετία του 1980. Τα υπάρχοντα στασίδια μεταφέρθηκαν εδώ από άλλον ναό. Δεν επανατοποθετήθηκαν στασίδια στην βόρεια κιονοστοιχία. Κάποια στιγμή, ίσως κατά την δεκαετία του 1950 (αρχές;) το δάπεδο του ναού επιστρώθηκε με «πλακάκι κουζίνας». Ομοίως και ο στυλοβάτης του τέμπλου, με αποτέλεσμα τα πλακάκια να εγκλωβίσουν το κάτω μέρος των θωρακίων (ή ποδιών) του τέμπλου. Με το ίδιο πλακάκι επιστρώθηκε και το δάπεδο του Ιερού Βήματος. Στο βόρειο τοίχο, από το εσωτερικό, διακρίνονται οι ρωγμές, που δημιούργησε το αίτιο, που ωθεί τον συγκεκριμένο τοίχο προς κατάρρευση, κάτι που παρατηρήσαμε και με τις ρωγμές στο εξωτερικό. Το φαινόμενο αυτό διακρίνεται και στο κλιμακοστάσιο του υπερώου. Το φαινόμενο έχει αρχίσει να παρασύρει σε οριζόντια μετατόπιση προς τα βόρεια και τις δοκούς επιστυλίου πάνω από την βόρεια κιονοστοιχία. Επίσης, διακρίνεται στην διαμήκη ρωγμή του δαπέδου, κάτω από τα πλακάκια κουζίνας, που εμφανίζεται στα μετακιόνια της βορείου κιονοστοιχίας, και ίσως αυτός είναι ο λόγος, που δεν τοποθετήθηκαν εκεί νεώτερα στασίδια.
Η στέγη του ναού θα έμπαζε παλαιότερα νερά. Αποτέλεσμα την μερική φθορά των στοιχείων της θολωτής σκαφοειδούς ξύλινης κάλυψης του κεντρικού κλίτους, κυρίως στην περιοχή του «κλειδιού» της θόλου. Δεν φαίνεται πώς τα νταβάνια, κεντρικού και πλαγίων κλιτών, διέθεταν ποτέ γραπτό διάκοσμο.


Οι κίονες του ναού έχουν πυρήνα από ξύλινους δοκούς τετράγωνης διατομής, οι οποίοι επικαλύπτονται από σανίδες, μία για κάθε πλευρά της δοκού, που με την σειρά τους οι σανίδες αυτές επιχρίονται με κονίαμα, που πλάθεται καμπύλο, δίνοντας έτσι την εντύπωση αρράβδωτων λεπτών κιόνων. Το κονίαμα, που περιβάλλει τις σανίδες, βάφεται, μάλιστα, σε κρέμ χρώμα με γαλάζιες φλέβες, και έτσι οι στύλοι μιμούνται τρόπον τινά αρχαίους κίονες προκοννησιακού μαρμάρου. Τα κεφαλοκόλωνα, σε σχήμα αντεστραμμένης κόλουρης πυραμίδος, ταιριάζουν με την εποχή ανακαινίσεως του ναού, κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1840 και είναι σύγχρονα με αυτήν, εποχή κατά την οποίαν ο νεοκλασσικισμός του νεοελληνικού κράτους αμυδρώς μόνον είχε εισχωρήσει στις αλύτρωτες χώρες. Η επίστρωση του δαπέδου με τσιμεντένιο βιομηχανικό «πλακάκι κουζίνας» φαίνεται πώς μετέβαλε επί τα χείρω την κατάσταση υγρασίας στο κάτω μέρος των ξύλινων κιόνων, κάτι που έχει ήδη παρατηρηθεί και σε πολλές άλλες περιπτώσεις ναών. Προκειμένου να αντιμετωπισθεί η αποσάθρωση του κάτω μέρους των κιόνων, κάποια στιγμή, ίσως μετά τις επεμβάσεις της δεκαετίας του 1980, είτε έκοψαν τα κάτω μέρη των ξύλινων κιόνων και τα αντικατέστησαν με τσιμεντένιες υψηλές βάσεις, ύψους 1,5 μ. περίπου, τετράγωνης διατομής, είτε εγκλώβισαν το κάτω μέρος των ξυλίνων κιόνων με τσιμεντένιους μανδύες. Είτε συνέβη το ένα, ή το άλλο, το τμήμα της επέμβασης επενδύθηκε με λουστραρισμένες σανίδες.
Τοιχογραφικός διάκοσμος δεν παρατηρήθηκε κάπου στο εσωτερικό του ναού, αλλά ενδεχομένως να υφίσταται κάτω από μεταγενέστερα επιχρίσματα. Ένα σύγχρονο μεγάλο μετάλλιο Παντοκράτορος έχει επικολληθεί χαμηλά στον κύλινδρο της αψίδος.
Η ξύλινη κλίμακα του Άμβωνος είναι κομμένη. Ο Δεσποτικός Θρόνος, επίσης έχει αφαιρεθεί, και απομακρυνθεί, σε άγνωστο χρόνο, πιθανότατα κατά την αλλαγή των στασιδίων.
Το ξύλινο τέμπλο του ναού φέρει ανθικό γραπτό διάκοσμο, στις ποδιές, στην Άμπελο, στα επιστύλια και τα γείσα. Βάσει γραπτής επιγραφής χρονολογείται στα 1886. Οι επ’αυτού εικόνες, χρονολογούνται στα 1885, ανήκουν δε σε δύο διαφορετικά εικονογραφικά εργαστήρια. Τα «Αποστολικά» του τέμπλου αναπτύσσονται, κάτω από τον Εσταυρωμένο και τα Λυπηρά, σε δύο ζώνες, μία κατώτερη, με εικοσιπέντε (25) θέσεις εικόνων και μία ανώτερη με έντεκα (11) θέσεις εικόνων. Πάνω από την Ωραία Πύλη υπάρχει γραπτή οκτάστιχη επιγραφή γραμμένη με μαύρη μελάνη, κτητορική του τέμπλου. Αυτή έχει ως εξής:
- -. κεκοιμημένα.-
- Δαπάνη Στογιάν μήτζω μανόλη δήμου, ρίστε, γίνου, στάνω, μανόλη..
- ….μαρία, σφίνω, μποζιάνω, Ίωακείμ, βελίκῳ, γίνῳ στόϊκῳ, βελίκῳ, μαρία, νικόλα…..
- 1886…
- Ζοντανά…
- ….Δημήτρε Ἀτανάς μπόζιες στόϊνες μπόζιω, σουλτάνω……
- Μαΐου: 9 : ….
- ….ἐλένω, μποζίνε στάνω σοφίε και βελίκω……
Πρόκειται ασφαλώς για χωριό σλαυοφώνων. Ωστόσο, το γεγονός πώς η επιγραφή είναι γραμμένη στα ελληνικά σημαίνει πώς τότε ακόμη, στα 1886, το χωριό παρέμενε πιστό στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.(Συνεχίζεται).


ΣυνΔΗΜΟΤΗΣ: Ευχαριστούμε τον αρχαιολόγο κ. Παπαθανασίου Ευάγγελο που μας έστειλε αυτήν την αρχαιολογική έρευνα που έκανε για το Ξηροχώρι και την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου.
Ακολουθήστε το ΣυνΔΗΜΟΤΗ στο Google News, στο Facebook, στο Instagram, στο twitter, στο pinterest και στο youtube
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις